ίψοι

ίψοι
ἴψοι (Α)
επίρρ. αιολ. τ. αντί ὑψοῡ ή, κατ' άλλους, αντί ὕψοι («ἴψοι δὴ τὸ μέλαθρον ἀέρρετε, τέκτονες ἄνδρες» — σηκώστε ψηλά το δοκάρι τής στέγης, μαστόροι, Σαπφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”